κρυφοκοίταγμα

κρυφοκοίταγμα
κρυφοκοίταγμα, το και κρυφοκοίταμα, το, -ατος
το να κοιτάζει κανείς χωρίς να γίνεται αντιληπτός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρυφοκοίταγμα — και κρυφοκοίταμα και κρυφοκοίτασμα, το [κρυφοκοιτάζω] κοίταγμα κρυφό, που δεν γίνεται αντιληπτό από τους άλλους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”